ἀσύλητοι

ἀσύλητοι
ἀσύλητος
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ασύλητος — η, ο αυτός που δε συλήθηκε, δε λεηλατήθηκε (κυρίως για πράγματα που θεωρούνται ιερά): Από τους αρχαίους τάφους ελάχιστοι βρέθηκαν ασύλητοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”